μπίμπικας

μπίμπικας
ο
1. εξάνθημα τού προσώπου, σπυρί, σπιθούρι, μπιμπίκι
2. κοινή ονομασία τού δάκου τής ελιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. βέμβιξ «σβούρα, ρόμβος», ενώ κατ' άλλους από ιταλ. bimbo «μπέμπης»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μπιμπίκι — το [μπίμπικας] 1. μικρό εξάνθημα τού προσώπου, σπυράκι, σπιθούρι 2. μικρό φτερό όρνιθας το οποίο δεν έχει αναπτυχθεί …   Dictionary of Greek

  • κουρκουλιονίδες — (curculionidae). Μεγάλη οικογένεια εντόμων, της τάξης των κολεοπτέρων. Οι κ., που περιλαμβάνουν περισσότερα από 40.000 είδη –με παγκόσμια εξάπλωση– ταξινομημένα σε διάφορες υποοικογένειες, έχουν διαστάσεις 0,6 35 χιλιοστά, με μέσο μήκος τα 10… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσέττης — Επώνυμο φαναριώτικης οικογένειας, που καταγόταν από τη Γένοβα. 1. Αντώνιος. Διατέλεσε ηγεμόνας της Βλαχίας και Μολδαβίας κατά το 17o αιώνα. 2. Σκαρλάτος. Ονομαζόταν και Μπιμπίκας (1720 1821). Διατέλεσε μέγας διερμηνέας της Υψηλής Πύλης (1812). 3 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”